- στήριξις
- στήρ-ιξις, εως, ἡ,A fixed position, Sch.Ar.Nu.1509.2 determination of a disorder to a particular part,
ἐς ὀφθαλμόν Hp.Epid. 4.35
; cf.στηρίζω B. 11.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐς ὀφθαλμόν Hp.Epid. 4.35
; cf.στηρίζω B. 11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στηρίξει — στήριξις fixed position fem nom/voc/acc dual (attic epic) στηρίξεϊ , στήριξις fixed position fem dat sg (epic) στήριξις fixed position fem dat sg (attic ionic) στηρίζω make fast aor subj act 3rd sg (epic doric) στηρίζω make fast fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίξεις — στήριξις fixed position fem nom/voc pl (attic epic) στήριξις fixed position fem nom/acc pl (attic) στηρίζω make fast aor subj act 2nd sg (epic doric) στηρίζω make fast fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήριξιν — στήριξις fixed position fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήριξη — η / στήριξις, ίξεως, ΝΑ [στηρίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, το να στηρίζεται κάτι και να γίνεται σταθερό, στερέωση, εδραίωση, σταθεροποίηση 2. μτφ. α) θεμελίωση β) παροχή βοήθειας, προστασία υποστήριξη αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
στηρίξῃ — στηρίξηι , στήριξις fixed position fem dat sg (epic) στηρίζω make fast aor subj mid 2nd sg στηρίζω make fast aor subj act 3rd sg στηρίζω make fast fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)